φέξιμο

φέξιμο
το, Ν
η ενέργεια τού φέγγω, εκπομπή ή παροχή φωτός, φωτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεξ- τού αορ. έ-φεξ-α τού φέγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. χάσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φέξιμο — το το να φωτίζει κανείς κάτι και το να φέγγει κάτι, η φέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέξη — η, Ν 1. φέξιμο, φωτισμός 2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα 3. φρ. «στη χάση και στη φέξη» (ενν. τού φεγγαριού) μτφ. αραιά, που και που. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεξ τού αορ. έ φεξ α τού φέγγω + κατάλ. η (πρβλ. χάσ η)] …   Dictionary of Greek

  • φέξη — η 1. το να φέγγει κάτι, ο φωτισμός, το φέξιμο: Η φέξη του καντηλιού. 2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα: Στις τέσσερις το πρωί με τη φέξη πάει στο χωράφι του το καλοκαίρι. 3. η γέμιση του φεγγαριού, η περίοδος όπου γεμίζει το φεγγάρι (αντίθ. χασοφεγγαριά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”